- εξαρτισμός
- ο мор. 1. см. εξάρτιση;2. снасти, оснастка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαρτισμός — ο (AM ἐξαρτισμός) [εξαρτίζω] νεοελλ. 1. το σύνολο τών σκευών που χρειάζονται στο πλοίο για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του 2. το σύνολο τών σχοινιών τού πλοίου 3. συνεκδ. οι κεραίες και οι ιστοί τού πλοίου, κν. η αρματωσιά αρχ. (κυρ. για… … Dictionary of Greek
ἐξαρτισμοῖς — ἐξαρτισμός equipment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρτισμόν — ἐξαρτισμός equipment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρτία — η και εξαρτισμός, ο (AM έξαρτία) [άρτιος] 1. (για πλοίο) η αρματωσιά 2. προπαρασκευή, εφοδιασμός με τα απαραίτητα όργανα νεοελλ. 1. το σύνολο τών ιστών και τών κεραιών τού πλοίου, καθώς και τών κάθε είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται… … Dictionary of Greek
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek